κνεφάζω

κνεφάζω
κνεφ-άζω, ([etym.] κνέφας)
A cloud over, obscure, A.Ag.131 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κνεφάζω — (Α) [κνέφοις] καλύπτω με σκοτάδι, σκοτίζω («οἷον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάση προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • κνεφάσῃ — κνεφάζω cloud over aor subj mid 2nd sg κνεφάζω cloud over aor subj act 3rd sg κνεφάζω cloud over fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνεφάσειε — κνεφάζω cloud over aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”